-
1 ἐφαιρέω
II [voice] Med. [suff] εὐωχ-αιρέομαι, [tense] aor. 2 - ειλόμην, choose as successor, D.C.49.43:—[voice] Pass., to be chosen or appointed to succeed another,ἄρχειν Th.4.38
, cf. IG9(1).694.93 (Corc.).2 ὅσσουν ἐφάνγρενθείν κινες Thess. for ὅσων ἐφαιροῦνταί ( = κατηγοροῦσί) τινες whomsoever any persons accuse, ib.9(2).517.41 (Larissa, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφαιρέω
См. также в других словарях:
εφαιρώ — ἐφαιρῶ, έω (Α) 1. εκτείνομαι, ξαπλώνω πάνω σε κάτι («ἐπὶ χλόος εἷλε παρειάς», Απόλλ. Ροδ.) 2. μέσ. ἐφαιροῡμαι, έομαι εκλέγω κάποιον για να διαδεχθεί κάποιον άλλο 3. παθ. εκλέγομαι ή διορίζομαι διάδοχος κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱρῶ] … Dictionary of Greek